υδραζωενώσεις

υδραζωενώσεις
οι, Ν
χημ. βλ. υδραζωικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδραζωικός — ή, ό, Ν φρ. «υδραζωικές ενώσεις» χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων αρωματικών οργανικών ενώσεων, υποκατεστημένων υδραζινών, αλλ. υδραζωενώσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”